- ἐπιχειμέριος
- ἐπιχειμ-έριος, ον,A exposed to stormy weather, Thphr.Vent.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιχειμέριος — ἐπιχειμέριος, ον (Α) [χειμέριος] (για τόπο) εκτεθειμένος σε κακοκαιρία, σε θύελλες … Dictionary of Greek
ἐπιχειμέρια — ἐπιχειμέριος exposed to stormy weather neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)